πλυντρίς

πλυντρίς
πλῠν-τρίς, ίδος, , = foreg., Ar.Fr.841.
II πλυντρίς (sc. γῆ), , a kind of fuller's earth, Menestor ap. Thphr.CP2.4.3, Nicoch.4.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πλυντρίς — fuller s earth fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλυντρίδα — πλυντρίς fuller s earth fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλυντρίδες — πλυντρίς fuller s earth fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πλυντρίδα — η / πλυντρίς, ίδος, ΝΑ, και πλυτρίς Α νεοελλ. χημ. ειδική συσκευή που χρησιμοποιείται στα χημικά εργαστήρια για την πλύση ή την απορρόφηση τών αερίων αρχ. 1. γυναίκα που πλένει, η πλύντρια 2. είδος χώματος χρήσιμου για τον καθαρισμό τών ρούχων.… …   Dictionary of Greek

  • πλυτρίς — ίδος, ἡ, Α βλ. πλυντρίς …   Dictionary of Greek

  • πλύνω — ΝΜΑ, πλένω Ν καθαρίζω κάτι μέσα σε νερό ή ρίχνοντας πάνω του νερό (α. «πλένω την αυλή» β. «ἔπλυναν τὰς στολὰς αὐτῶν καὶ ἐλεύκαναν αὐτάς», ΚΔ) νεοελλ. 1. πλένω τα χέρια, το πρόσωπό μου, νίβω 2. (σχετικά με ρούχα) κάνω μπουγάδα, κάνω πλύση αρχ. 1.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”